- κολεκτιβιστικός
- -ή, -ό και κολεκτιβίστικος, -η, -οαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κολεκτίβα ή στον κολεκτιβισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. collectiviste < γαλλ. collectif < λατ. collectivus «συγκεντρωμένος»). Στην παλαιότερη αλλά και σε μεγάλο μέρος τής σύγχρονης βιβλιογραφίας ο τ. απαντά με την παραδοσιακή του γρφ. κολλ-...].
Dictionary of Greek. 2013.