κολεκτιβιστικός

κολεκτιβιστικός
-ή, -ό και κολεκτιβίστικος, -η, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κολεκτίβα ή στον κολεκτιβισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. collectiviste < γαλλ. collectif < λατ. collectivus «συγκεντρωμένος»). Στην παλαιότερη αλλά και σε μεγάλο μέρος τής σύγχρονης βιβλιογραφίας ο τ. απαντά με την παραδοσιακή του γρφ. κολλ-...].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κολλεκτιβιστικός — ή, ό και κολλεκτιβίστικος, η, ο βλ. κολεκτιβιστικός …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”